Oπου να ’ναι κλείνει μισόν αιώνα αυτό το έργο των –εν καιρώ Δημοκρατίας– καταλήψεων πανεπιστημιακών και άλλων σχολικών χώρων του Δημοσίου. Το βλέπουμε να εξελίσσεται από τη Μεταπολίτευση και μετά, και συγκεκριμένα από τις αρχές του καλοκαιριού του 1975, όταν έγιναν οι πρώτες καταλήψεις, με αφορμή την κατάθεση –τότε– νομοσχεδίου (του γνωστού μετέπειτα Νόμου 815), με το οποίο οι φοιτητικοί σύλλογοι μετατρέπονταν σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Με την κινητοποίησή τους οι φοιτητές δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν τότε την ψήφιση του νομοσχεδίου (έγινε κατακαλόκαιρο από θερινό τμήμα της Βουλής) και οι κινητοποιήσεις έληξαν χωρίς την επέμβαση των ΜΑΤ. Έκτοτε όμως, οι «καταλήψεις» έγιναν…θεσμός. Τον οποίο όλες οι κυβερνήσεις στην πράξη τον…σεβάστηκαν.

Γιατί, για να λέμε και «του στραβού το δίκιο», το να στείλεις τα ΜΑΤ να εκκενώσουν τις σχολές είναι πράξη υψηλού πολιτικού ρίσκου, που κανένας πρωθυπουργός δεν ήθελε και δεν θέλει να το αναλάβει.

Και σήμερα, όσοι διαμαρτύρονται για την «κυβερνητική απραξία», όταν η συζήτηση φτάσει στο «δια ταύτα», δεν έχουν να προτείνουν κάτι. Και τι να προτείνουν;

Τέτοια προβλήματα δεν λύνονται με τη βία, απεναντίας οξύνεται η κατάσταση, τη στιγμή μάλιστα που σήμερα η κυβέρνηση επιζητεί ήπιο κλίμα για να περάσει κάποιες μεταρρυθμίσεις. Μα οι αποφάσεις των συνελεύσεων, λένε κάποιοι και έχουν δίκαιο, στερούνται δημοκρατικής νομιμοποίησης, είναι αποτέλεσμα κατασκευασμένων πλειοψηφιών και άσκησης βίας. Ναι, μα αυτά δεν είναι καινούργια. Το έχουμε εμπεδώσει πια. Η βία, οι τραμπουκισμοί, οι επιδρομές αποτελούν μορφές πάλης του φοιτητικού κινήματος.

Μιλάμε πάλι και για τις ευθύνες των πανεπιστημιακών, για την απουσία πειθαρχικών, για συναλλαγές και πολλά άλλα που δεν έχουν καμιά αξία, γιατί έχουν κουράσει.

Το θέμα είναι σαφές:

Η κατάληψη ΑΕΙ/ σχολείων/ δημοσίων υπηρεσιών δεν είναι στη σύγχρονη Δημοκρατία ούτε πολιτικό μέσο αγώνα ή διεκδίκησης, ούτε δικαίωμα. Είναι ποινικό αδίκημα, το οποίο προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 168 του Ποινικού Κώδικα και τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Επομένως, η κατάληψη είναι παράνομη πράξη, την οποία οφείλουν να αντιμετωπίσουν οι αρμόδιες αρχές.

Κατά τα λοιπά, μετά την παρέμβαση της εισαγγελικής αρχής για το θέμα, δεν υπάρχουν περιθώρια για το περίφημο «μπαλάκι των ευθυνών». Ο καθένας έχει το μερίδιο ευθύνης που του αντιστοιχεί από τη θέση την οποία υπηρετεί. Οι διοικήσεις των ΑΕΙ έχουν ευθύνη για την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας των πανεπιστημίων και η αστυνομία –δηλαδή το κράτος– έχει την ευθύνη για την εμπέδωση της ασφάλειας. Έτσι προβλέπεται και έτσι γίνεται σε όλες τις Δημοκρατίες στην Ευρώπη, όπου προστατεύονται οι ακαδημαϊκές ελευθερίες και το Κράτος Δικαίου. Πρέπει επιτέλους κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα, πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά και κοινωνία να συνεννοηθούμε για τις βασικές παραμέτρους της αντιμετώπισης του φαινομένου των καταλήψεων, έστω και αν διαφωνούμε για τους προσφορότερους τρόπους αντίδρασης.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο