Το «πράσινο φως» του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την υπογραφή της νέας σύμβασης παραχώρησης της Αττικής Οδού έλαβε το ΤΑΙΠΕΔ, ώστε να πάει η σύμβαση στην βουλή και στη συνέχεια να πέσουν οι υπογραφές το Σεπτέμβριο.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη δημόσια σύμβαση των τελευταίων 2-3 δεκαετιών – με πλειοδότη τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – η οποία μάλιστα εγκρίθηκε σε χρόνο ρεκόρ για τα δεδομένα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ εκτιμάται ότι το οικονομικό κλείσιμο της συναλλαγής θα γίνει μέχρι το τέλος του έτους, όπου και αναμένεται να εισπραχθεί και το υψηλό τίμημα των 3,27 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι χρειάστηκαν μόλις 3 εβδομάδες για την έγκριση του ιδιαίτερα απαιτητικού φακέλου από το δημοσιονομικό δικαστήριο,
Η υψηλή ετοιμότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποδίδεται σε δύο παράγοντες:
- Πρώτον, στο γεγονός ότι η σύμβαση έχει ήδη ελεγχθεί από την Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΔΗΣΥ), αλλά και το Συμβούλιο της Επικρατείας, λόγω της προσφυγής της Vinci κατά των αποφάσεων του ΤΑΙΠΕΔ. Επομένως, η σύμβαση αν είχε κάτι εξόφθαλμο θα είχε εντοπισθεί από την ΕΑΔΗΣΥ και τους δικαστές του ΣτΕ.
- Δεύτερον, το ΤΑΙΠΕΔ λειτούργησε προκαταβολικά, παραδίδοντας όχι το σύνολο του φακέλου μονομιάς, αλλά τμηματικά. Συγκεκριμένα, ο φάκελος της Αττικής Οδού άρχισε να παραδίδεται τμηματικά αμέσως μετά το Πάσχα, έτσι ώστε οι δικαστές του Ελεγκτικού να ελέγχουν τμηματικά τα έγγραφα της σύμβασης.
Τα πρώτα έγγραφα που έλαβαν οι δικαστές ήταν τα σχετικά με τη διαγωνιστική διαδικασία, στη συνέχεια τα έγγραφα των προσφυγών και των αποφάσεων της ΕΑΔΗΣΥ κ.ο.κ. Τα τελευταία έγγραφα που παραδόθηκαν από το ΤΑΙΠΕΔ στο Ελεγκτικό Συνέδριο αφορούσαν τη χρηματοδότηση του παραχωρησιούχου από τις τράπεζες, τα οποία παραδόθηκαν μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου. Έτσι, ως ημερομηνία υποβολής του φακέλου θεωρείται η 8η Ιουλίου 2024.
Αρκετοί στο ΤΑΙΠΕΔ εναποθέτουν τις ελπίδες τους για την ολοκλήρωση της σύμβασης μέσα στο β’ εξάμηνο του 2024, εκτός κι αν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις στην κυβέρνηση, για τα έσοδα της Αττικής Οδού για ένα μικρό διάστημα, τεσσάρων με έξι μηνών προκειμένου να κλείσουν κάποιες τρύπες στον προϋπολογισμό, της τάξης των 100 – 200 εκατ. ευρώ.

