Βαρύτατες ευθύνες φέρει η ηγεσία της Κομισιόν για την πολιτική που ακολουθεί στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και στη διαχείριση του ζητήματος ασφάλειας εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δήλωσε ο πρώην ΥΠΕΝ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς Γιάννης Μανιάτης, στο 25ο Εθνικό Συνέδριο του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης με κεντρικό θέμα «Ενέργεια και Ανάπτυξη». Αντί λοιπόν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) να έχει ένα κοινό σχέδιο για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ζητά από κάθε χώρα να κινηθεί ανεξάρτητα και να λάβει ό,τι μέτρα θεωρεί αυτή επιβεβλημένα, κυρίως μέσω επιδοτήσεων, ώστε να μη φτωχοποιηθεί μεγάλο μέρος της κοινωνίας – αλλά αυτό δεν συνιστά ενεργειακή πολιτική, πρόσθεσε ο καθηγητής, ο οποίος είχε προτείνει από το 2014 τη δημιουργία ενός μηχανισμού για τον ασφαλή εφοδιασμό της Ευρώπης.

Γεωπολιτική εξάρτηση

Ο πρώην υπουργός Ενέργειας-Κλιματικής Αλλαγής, επικαλούμενος και στοιχεία Διεθνών Οργανισμών, μίλησε για τους κινδύνους που συνεπάγονται για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την περαιτέρω γεωπολιτική της εξάρτηση από τρίτες χώρες, εξαιτίας της συγκεκριμένης πολιτικής αντίδρασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απέναντι στην ενεργειακή κρίση. Μια κρίση, η οποία –όπως εξήγησε– ήταν απόλυτα προβλέψιμη για τους ανθρώπους του ενεργειακού χώρου και συνεπώς υπήρχε επαρκής χρόνος για την αντιμετώπισή της. Όμως η ΕΕ δεν προχώρησε στη διαμόρφωση ενός σχεδίου hedging (αντιστάθμιση κινδύνου) σε συνεργασία με τα κράτη-μέλη.

Ο κ. Μανιάτης εξήγησε ότι για την αντιμετώπιση της κρίσης ασφαλώς και πρέπει να επιταχυνθεί η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, αλλά αυτό μπορεί να γίνει σε συνδυασμό με το φυσικό αέριο ως καύσιμο μετάβασης, που θα είναι στη ζωή μας για αρκετές δεκαετίες ακόμα , όπως προβλέπει και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας. «Άλλωστε, χωρίς το φυσικό αέριο δεν μπορεί να στηριχθεί η παραγωγή από τις ΑΠΕ».

Αναλυτικά οι προβλέψεις και οι αντιφάσεις των πολιτικών για το σενάριο μηδενικών εκπομπών το 2050, μέσα από την παρουσίαση του κ. Μανιάτη στο Συνέδριο του ΙΕΝΕ, για τα θέματα της συμμετοχής των υδρογονανθράκων στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, τον χρόνο εξάντλησης των αποθεμάτων τους, τον ρόλο του φυσικού αερίου –το οποίο δεν πρέπει να βάζουμε στο ίδιο τσουβάλι με τον άνθρακα– και τη γεωπολιτική εξάρτηση στην ΕΕ από τρίτες χώρες, αν η Ευρώπη συνεχίσει το ίδιο βιολί:

Φυσικό αέριο

«Σύμφωνα με τον ΙΕΑ, η σημερινή παγκόσμια κατανάλωση φυσικού αερίου (3.800-4.000 δισ. κυβικά μέτρα bcm) είτε θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα μέχρι το 2030 (στο σενάριο βιώσιμης ανάπτυξης SDS) είτε μπορεί να ξεπεράσει τα 4.500 bcm (στο σενάριο δηλωμένων εθνικών πολιτικών-STEPS). Για το 2040, οι εκτιμήσεις δίνουν μείωση της τάξης του 30% σε σχέση με τη σημερινή κατανάλωση φυσικού αερίου. Για το 2050 (στο σενάριο μηδενικών εκπομπών NZE), η συμμετοχή των υδρογονανθράκων θα είναι περίπου 50%».

Συγκράτηση θερμοκρασίας

«Οι εκπομπές ρύπων από καύση άνθρακα έως το 2040, με βάση τα σημερινά σχέδια των χωρών, μειώνονται κατά περίπου 15%, ενώ με βάση τις δεσμεύσεις τους μειώνονται κατά 20%. Για αύξηση της θερμοκρασίας κάτω του 1,5 βαθμού Κελσίου, θα πρέπει οι εκπομπές να μειωθούν πολύ περισσότερο, να φτάσουν σε μείωση 80%. Στο πετρέλαιο αναμένεται, σύμφωνα με τα σχέδια των κρατών, αύξηση της κατανάλωσης από τα σημερινά περίπου 95 εκατ. βαρέλια/ημέρα στα 105 το 2040. Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις των κρατών, η κατανάλωση πετρελαίου θα είναι 100 εκατ. βαρέλια/ημέρα, όταν για αύξηση θερμοκρασίας κάτω του 1,5 βαθμούς Κελσίου, η κατανάλωση πρέπει να πέσει στα 40 εκατ. βαρέλια/ημέρα. Στο φυσικό αέριο, αναμένεται αύξηση από τα 3,8 τρισ. κυβικά μέτρα/έτος, με βάση τα σχέδια των κρατών, στα 5,2-5,3 τρισ. κυβικά μέτρα/έτος. Για αύξηση θερμοκρασίας έως 1,5 βαθμούς Κελσίου, η κατανάλωση πρέπει να πέσει στα 2,2 τρισ. κυβικά μέτρα /ανά έτος».

Εξάντληση κοιτασμάτων

«Τα επόμενα πέντε χρόνια, Ευρώπη θα συνεχίσει να καταναλώνει την ίδια με σήμερα ποσότητα φυσικού αερίου, όμως η εξάντληση των κοιτασμάτων της γίνεται εμφανής το 2025, που προβλέπεται μείωση της παραγωγής της κατά περίπου 20%. Αντίθετα η τροφοδοσία με τους ρωσικούς αγωγούς και το υγροποιημένο φυσικό αέριο παραμένουν στα ίδια επίπεδα. Το τεράστιο όμως πρόβλημα που αναφύεται αφορά στις επιπλέον ποσότητες που θα χρειαστεί το 2025. Η τρομακτική αυτή πιθανότητα αναδεικνύει την τεράστια γεωπολιτική εξάρτηση που θα προκύψει στην ΕΕ από τρίτες χώρες».

Μείωση επενδύσεων

«Το 58% της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου προέρχεται από τις κρατικές εταιρείες πετρελαίου (NOCs) Gazprom, Qatar Petroleum, Saudi Aramco, Sonatratc, Chinese NPC, Petro China, Petrobras κ.ά.). Το 28% προέρχεται από μικρομεσαίες ανεξάρτητες εταιρείες (independents – π.χ. εταιρείες σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου στις ΗΠΑ). Το εναπομένον 14% προέρχεται από τις πολύ μεγάλες εταιρείες (Majors), στις οποίες θεωρείται ότι ανήκουν BP, Chevron, Eni, ExxonMobil, Royal Dutch Shell, Total Energies, Conoco Phillips. Τελευταία, οι Majors υπό την πίεση κοινωνιών, αποφάσεων γενικών συνελεύσεων μετόχων και αποφάσεων δικαστηρίων, μειώνουν σημαντικά τις επενδύσεις τους σε έρευνα και ανάπτυξη υδρογονανθράκων και φιλοδοξούν να μετασχηματιστούν σε ενεργειακές εταιρείες που θα και ισχυρό χαρτοφυλάκιο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Το κενό στην αγορά προφανώς θα καλυφθεί από τις NOCs του (ο ΟΠΕΚ αναμένει αύξηση της συμμετοχής του στην παγκόσμια παραγωγή της τάξης του 5%-10%), με ό,τι αυτό σημαίνει για την αλλαγή των γεωπολιτικών ισορροπιών και την ασφάλεια εφοδιασμού της ΕΕ».

Ισοζύγιο άνθρακα

Σημειώνεται ότι η «ΕΕ και οι ΗΠΑ φιλοδοξούν το 2050 να έχουν ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα, ενώ για το ίδιο έχει δεσμευτεί ο μεγαλύτερος ρυπαντής του κόσμου Κίνα, για το 2060 (πάρα το γεγονός ότι μέχρι το 2035 θα αυξάνει τις εκπομπές – IPCC). «Προκειμένου να παραμείνει η παγκόσμια θερμοκρασία κάτω των 2οC, πρέπει οι εκπομπές διοξειδίου άνθρακα, να μειώνονται κατά 6% κάθε χρόνο, ενώ για κάτω του 1,5οC, η ετήσια μείωση πρέπει να είναι 9%-10%. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα παγκόσμια λειτουργούν ή κατασκευάζονται, πάνω από 5.600 εργοστάσια άνθρακα, με μέσο χρόνο ζωής 30-40 έτη!».

 

του Φίλη Καϊτατζή

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο